Ι. Γενικό Πλαίσιο
Η γενικευμένη κρίση απασχόλησης εξελίσσεται ως μια από τις πλέον επώδυνες και επικίνδυνες όψεις της πολυεπίπεδης κρίσης που πλήττει τη χώρα μας με αναπόδραστες συνέπειες την απαξίωση του ανθρώπινου κεφαλαίου της και την διάρρηξη της κοινωνικής συνοχής, τη συρρίκνωση των παραγωγικών της δυνατοτήτων και την ευθεία υπονόμευση κάθε αναπτυξιακής προοπτικής.
Η ανεργία με την εκτόξευσή της στο 27% (επίσημη ανεργία) για το γενικό πληθυσμό, καθώς και τις επιμέρους ποσοτικές και ποιοτικές της διαστάσεις (π.χ. νεανική ανεργία, ανεργία μεγαλύτερης ηλικίας, μακροχρόνια ανεργία και ανεργία νεοεισερχόμενων, επιμήκυνση του μέσου χρόνου παραμονής εκτός αγοράς εργασίας) συνιστά ένα μείζονος σημασίας εθνικό πρόβλημα που η αντιμετώπισή του επιβάλλει, μεταξύ άλλων, την άμεση ανάληψη πρόσθετων στοχευμένων δράσεων και εξειδικευμένων παρεμβάσεων.
Αναντίρρητα, η διαρθρωτική επέκταση της αγοράς εργασίας είναι πρώτα και πάνω απ’ όλα ζήτημα ανάπτυξης. Η δημιουργία νέων, ποιοτικών και μακροπρόθεσμα βιώσιμων θέσεων πλήρους απασχόλησης συνδέεται άρρηκτα και προϋποθέτει πρωτίστως το μετασχηματισμό του ακολουθούμενου παραγωγικού υποδείγματος μέσα από ένα ολοκληρωμένο και συνεκτικό Στρατηγικό Σχέδιο Ανάπτυξης σε εθνικό, περιφερειακό και κλαδικό επίπεδο που θέτοντας στο επίκεντρό του τον άνθρωπο θα συνδυάζει με το βέλτιστο δυνατό τρόπο την αύξηση της παραγωγικότητας με την εργασιακή ασφάλεια και την υγιή άνοδο της ανταγωνιστικότητας με την ενδυνάμωση της κοινωνικής δικαιοσύνης και αλληλεγγύης.
Σε αυτήν την κατεύθυνση, πάγια θέση του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ αποτελεί ότι οι ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης -που δεν μπορούν αυθύπαρκτα και αυτόνομα να καταστούν σε κύριο μοντέλο δομικής αποκλιμάκωσης του φαινομένου της ανεργίας- δύνανται και απαιτείται να λειτουργούν συμπληρωματικά με όρους επένδυσης στην κοινωνία της γνώσης.
Η αναβάθμιση οριζόντιων (εγκάρσιων) και κάθετων δεξιοτήτων των εργαζομένων και ανέργων, η επαγγελματική εξειδίκευση μέσω της (επανα)κατάρτισης, η επικέντρωση σε ευπαθείς πληθυσμιακές ομάδες, ο επαγγελματικός (επανα)προσανατολισμός και οι δραστηριότητες συμβουλευτικής, η απόκτηση επαγγελματικής εμπειρίας με τη διαμόρφωση εργασιακής κουλτούρας και την πρόσληψη του εργασιακού περιβάλλοντος και ως χώρου μάθησης προβάλλουν ως οι βασικές συντεταγμένες των ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης με κοινό παρανομαστή και καταληκτικούς σκοπούς την ενίσχυση της πρόσβασης στην απασχόληση, τον περιορισμό της διαρθρωτικής ανεργίας, την προσωπική και επαγγελματική ανάπτυξη του ατόμου, την καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού και των ανισοτήτων, αλλά και τη βελτίωση του περιεχομένου της εργασιακής θέσης.
Ταυτόχρονα, το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ στο πλαίσιο των θέσεων και των διεκδικήσεων της ΓΣΕΕ υπογραμμίζει συστηματικά και τεκμηριώνει την ανάγκη έμπρακτης περιφρούρησης της υλοποίησης αυτών των Προγραμμάτων από μεθόδους καταστρατήγησης θεμελιωδών εργασιακών δικαιωμάτων και ασφαλιστικών κατακτήσεων, λογικές υποαμοιβής του εργατικού δυναμικού και πρακτικές υποκατάστασης ή αντικατάστασης της υφιστάμενης εργασίας από «φθηνότερη απασχόληση» επισημαίνοντας ότι η προώθησή τους δεν πρέπει να αναιρεί τη διαφύλαξη της κοινωνικής προστασίας και τις προνοιακές υπηρεσίες με άξονα τις παθητικές πολιτικές απασχόλησης.
ΙΙ. Νέοι έως 29 ετών
Η ηλικιακή ομάδα των νέων έως 29 ετών βρέθηκε στο επίκεντρο των δυσμενών επιπτώσεων της κρίσης στην αγορά εργασίας με συνέπεια αφενός να συγκεντρώνει υψηλότατα ποσοστά ανεργίας (52% 15-24, 40% 25-29, ΕΛΣΤΑΤ β΄ τρίμηνο 2014), και αφετέρου να παρουσιάζει εκτεταμένες τάσεις ετεροαπασχόλησης, υποαπασχόλησης ή περιστασιακής εργασίας.
Αυτό το ιδιότυπο «επαγγελματικό πουθενά», που οδηγεί είτε στην επιλογή της μετανάστευσης, είτε σε μια άγονη και διαρκή εργασιακή περιπλάνηση, στερεί από την Ελλάδα το πιο ελπιδοφόρο τμήμα του ανθρώπινου δυναμικού της και κατ’ επέκταση από την παραγωγική διαδικασία την απαραίτητη τεχνογνωσία και καινοτομία.
Παράλληλα, η νεανική ανεργία με τη διακύμανσή της σε δυσθεώρητα ύψη την τελευταία τετραετία εμφανίζει και σαφή διαρθρωτικά χαρακτηριστικά την ώρα που η προστιθέμενη αξία της επαγγελματικής εμπειρίας τόσο στην ένταξη στην αγορά εργασίας, όσο και στην επαγγελματική σταδιοδρομία προκύπτει ως κοινός τόπος σε όλες τις έγκυρες διεθνείς σχετικές έρευνες ενώ η έλλειψή της μετατρέπεται δυνητικά ως «ποινή αποκλεισμού».
ΙΙΙ. Διασύνδεση επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης με την αγορά εργασίας
Η λειτουργική ενδυνάμωση της διασύνδεσης της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης με την αγορά εργασίας είναι διαχρονικό ζητούμενο για την υποστήριξη της παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας και βασικό εργαλείο για την αντιμετώπιση της διαρθρωτικής ανεργίας στη βάση της εκπόνησης ενός νέου, εύστοχου και σαφώς προσανατολισμένου Εθνικού Σχεδίου Ανάπτυξης.
Η «σύζευξη» αυτή πρέπει να εδράζεται πάνω στην επικαιροποίηση και αποτελεσματικότερη αντιστοίχηση των παρεχόμενων ειδικοτήτων και προγραμμάτων σπουδών με τις εξελίξεις και τις συνεχώς μεταβαλλόμενες ανάγκες της αγοράς εργασίας, χωρίς βεβαία να αποδυναμώνεται η θεωρητική της διάσταση και ο γνωσιακός της ρόλος, αφού η Επαγγελματική Εκπαίδευση και Κατάρτιση αποτελεί συνιστώσα του «μορφωτικού κεφαλαίου».
Υπό τη σκέπη της, άλλωστε, θεωρία και πράξη είναι έννοιες αλληλένδετες και διαλεκτικά διαμορφούμενες.
Με ευρύτερο διακύβευμα την συμβολή τους στην αντιμετώπιση της ανεργίας των νέων έως 29 ετών μέσα από την απαλοιφή κυρίως των διαρθρωτικών της χαρακτηριστικών, στόχευση στο κρίσιμο ζήτημα της διασύνδεσης της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης με την απασχόληση και επικέντρωση στους αποφοίτους ΙΕΚ, ΕΠΑΣ και ΕΠΑΛ στις 8 Περιφέρειες Σύγκλισης, οι οργανώσεις των κοινωνικών εταίρων (ΙΝΕ & ΚΑΝΕΠ ΓΣΕΕ, ΙΜΕ & ΚΕΚ ΓΣΕΒΕΕ, ΚΑΕΛΕ & ΙΝΕΜΥ ΕΣΕΕ, Στέγη Ελληνικής Βιομηχανίας ΣΕΒ, ΙΝΣΕΤΕ) και η ΕΕΔΕ συνέπραξαν στο πλαίσιο σχεδιασμού και υλοποίησης της Πράξης «Πρόσβαση στην αγορά εργασίας: απόκτηση επαγγελματικής εμπειρίας αποφοίτων Ι.Ε.Κ., ΕΠΑ.Σ. και ΕΠΑ.Λ.».
Η σύνθεση της κοινοπραξίας, στην οποία συντονιστής φορέας είναι το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, αποτυπώνει τη βούληση όλων των κοινωνικών εταίρων για συνένωση δυνάμεων με επιδίωξη τη μέγιστη δυνατή αποτελεσματικότητα της εν λόγω εξειδικευμένης παρέμβασης.
Η εγνωσμένη και πολύχρονη εμπειρία των φορέων υλοποίησης στο πεδίο των ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης θωρακίζει τον εκπαιδευτικό πυρήνα και τον επιμορφωτικό της προσανατολισμό της Πράξης.
Ειδικός στόχος είναι η δημιουργία ενός πλέγματος κινήτρων προς τους αποφοίτους και τις επιχειρήσεις υποδοχής προκειμένου οι πρώτοι να αποκτήσουν επαγγελματική εμπειρία.
Όπως γίνεται αντιληπτό με την υλοποίηση της Πράξης παράγεται διπλή ωφέλεια και προς τους δικαιούχους-αποφοίτους και προς τις επιχειρήσεις υποδοχής ενώ το κριτήριο διαμονής και δημότευσης στις 8 Περιφέρειες Σύγκλησης στοιχίζεται στο αίτημα ενίσχυσης της περιφερειακής και εδαφικής συνοχής της ελληνικής επικράτειας.
Το φυσικό αντικείμενο της Πράξης έγκειται και αφορά στην παροχή προγραμμάτων επιμόρφωσης σε 7.000 αποφοίτους ΙΕΚ, ΕΠΑΣ και ΕΠΑΛ με συνδυασμό:
α) θεωρητικού μέρους διάρκειας 80 ωρών και
β) επαγγελματικής εμπειρίας σε επιχειρήσεις διάρκειας 6 μηνών
με στόχο την αναβάθμιση οριζόντιων και επαγγελματικών δεξιοτήτων, την ενδυνάμωση της συνεργατικής μάθησης, αλλά και την ανάπτυξη εργασιακής ετοιμότητας και κουλτούρας.
Η επιδότηση με τη μορφή υποτροφίας ανέρχεται σε 400€ (5€/ώρα) για το θεωρητικό μέρος και 480€ μηνιαίως για το σκέλος της απόκτησης επαγγελματικής εμπειρίας.
Οι κύριες και υποστηρικτές δράσεις που πλαισιώνουν το πρόγραμμα επιμόρφωσης όπως, μεταξύ άλλων:
τοποθετούν ρήτρες διασφάλισης ποιότητας και αποτελεσματικότητας των Προγραμμάτων, εμπεδώνουν στοιχεία καινοτομίας στην ακολουθούμενη μεθοδολογία ενώ λειτουργούν αποτρεπτικά σε ενδεχόμενες καταχρηστικές πρακτικές από τις επιχειρήσεις υποδοχής αναφορικά με την καταστρατήγηση εργασιακών δικαιωμάτων και τη μετατροπή της επαγγελματικής εμπειρίας σε «κεκαλυμμένη εργασία».
Η κριτική της ΓΣΕΕ για το voucher
Η ΓΣΕΕ έχει εκφράσει και τεκμηριώσει τόσο σε επίπεδο πολιτικών διεκδικήσεων και κοινωνικού διαλόγου, όσο και στο πεδίο της ιδεολογικής και επιστημονικής αντιπαράθεσης, σοβαρές αντιρρήσεις, ισχυρές ανησυχίες και επιφυλάξεις αφενός για τον καθεαυτό θεσμό των «κουπονιών εκπαίδευσης και κατάρτισης» (γνωστό και ως Voucher), και αφετέρου για τις πρακτικές αθέμιτου ανταγωνισμού (παραβιάσεις και εξαπατήσεις) από κάποιους παρόχους κατάρτισης (ιδιωτικές επιχειρήσεις της ιδιωτικής αγοράς κατάρτισης) που διαχειρίστηκαν την εκπαιδευτική διαδικασία στην ολότητά της με όρους «εμπορευματοποίησης».
Ενδεικτικά σημειώνονται:
Διαφορές της εν λόγω Πράξης με το «μοντέλο» του voucher
Στο πλαίσιο της Πράξης προβλέπεται η εκπόνηση ειδικής μελέτης με αντικείμενο τη μεθοδολογία υλοποίησης απόκτησης επαγγελματικής εμπειρίας. Τα πορίσματά της θα αποτελέσουν πεδίο διαπραγμάτευσης και συμφωνίας για τη δημιουργία, ρύθμιση, καθιέρωση και εφαρμογή ενός κοινού-ενιαίου προτύπου (μοντέλου) ώστε να ενδυναμώνεται αποτελεσματικά και με όρους ποιότητας η πρόσβαση στην αγορά εργασίας, να ωφελούνται οι επιχειρήσεις υποδοχής και να προστατεύονται οι, ήδη, εργαζόμενοι από πρακτικές συρρίκνωσης εργασιακών δικαιωμάτων, επιδείνωσης των όρων απασχόλησής τους ή από τον κίνδυνο απώλειας της θέσης εργασίας τους.
Η εκπαίδευση στην ολότητά της, από την προσχολική αγωγή έως τη Δια βίου Εκπαίδευση και Κατάρτιση συγκεντρώνει και συμπυκνώνει τις «αγωνίες» του κόσμου της μισθωτής εργασίας. Πρόκειται για έναν πολυσύνθετο και πολυπαραγοντικό θεσμό μετάδοσης γνώσεων, αναπαραγωγής κοινωνικών, πολιτισμικών και οικονομικών δομών, αλλά και ταξικών συσχετισμών στη διαμόρφωση του οποίου τα Συνδικάτα πρέπει και οφείλουν να συμμετέχουν δυναμικά, τεκμηριωμένα και προοδευτικά.
Η παρούσα σύμπραξη των κοινωνικών εταίρων δεν σημαίνει ταύτιση απόψεων και στρατηγικών, ιδεολογικών αιτιών και αιτουμένων, αποκρυσταλλώνει όμως τη βούλησή τους για συνένωση δυνάμεων με κοινή συνισταμένη την μετρήσιμη αναβάθμιση του πλαισίου απόκτησης επαγγελματικής εμπειρίας και τη μεγιστοποίηση της ωφέλειάς της για την κοινωνική συνοχή και τον παραγωγικό ιστό.